Αρχικά ξεκίνησε ως χώρος για "Αταξινόμητες σκέψεις για διάφορα επίκαιρα και μη ζήτηματα" για να καταλήξει τελικά σε cine-blog του οποίου όλα τα post, πρόσφατα και μη, είναι διαρκώς ανοιχτά και δεκτικά σχολίων. Be my guest!


29/1/08

American Gangster

(American Gangster, Σκην Ridley Scott, 2007)
Το χρονικό της ανόδου και της πτώσης ενός αφροαμερικανού μεγαλέμπορου ναρκωτικών από τα τέλη της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα περίπου του 70 είναι το θέμα της τελευταίας ταινίας του ακαταπόνητου επαγγελματία Ridley Scott. Ο Scott πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση σκηνοθέτη που είναι δέσμιος του υλικού που διαθέτει στα χέρια του. Ουδέποτε έχει καταφέρει να υπερβεί τις εγγενείς αδυναμίες ενός μέτριου ή κακού σεναρίου (π.χ. τα τραγικά G.I. Jane, 1492, Hannibal κλπ), αλλά και σπανίως έχει καταστρέψει ένα δυνατό θέμα. Η δυνατότητα του να ελίσσεται σχεδόν σε όλα τα κινηματογραφικά είδη με την απουσία, όμως, μιας αναγνωρίσιμης προβληματικής τον φέρνει πιο κοντά από άποψη καριέρας στον Raoul Walsh ή στον Michael Curtiz, παρά στον Howard Hawks ή στον William Wyler.

Στην ταινία αυτή έχει στα χέρια του ένα αβανταδόρικο θέμα, δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές ικανούς να πλάθουν στέρεους χαρακτήρες ακόμα και μέσα από τις πιο τετριμμένες και ασήμαντες καταστάσεις και ένα σενάριο με πρόσφορες σκηνές για την αποτύπωση τόσο του κλίματος της περιόδου, όσο και για ψηλάφισμα της αναδραστικής σχέσης παρανόμου-συστήματος. Ο Scott αποτυπώνει με παλμό και οπτική ευρηματικότητα τόσο την περίοδο, όσο και τους χώρους όπου κινούνται οι δύο βασικοί ήρωες. Η ιστορία ρέει αβίαστα, οι δύο κεντρικοί ρόλοι δεν στερούνται βάθους και βαρύτητας και η ιστορία δεν χάνει ούτε στιγμή το ενδιαφέρον της. Απουσιάζει, ωστόσο, μια επιπλέον διάσταση στην ταινία πέρα της περιγραφικής. Ο Scott είναι πιο εύστοχος αναφορικά με διάφορα περιφερειακά στοιχεία της ταινίας (όπως το ταξίδι στο Vietnam, η σκηνή στον αγώνα μποξ όπου το καπέλο προδίδει την ταυτότητα του ήρωα, το παράλληλο μοντάζ την ημέρα των ευχαριστιών με τον gangster του τίτλου να γευματίζει λουκούλλεια με την οικογένειά του και τον παρία δίωκτη του να τρώει μόνος ένα σάντουιτς με τόνο κλπ), παρά με τις βασικότερες υπαρξιακές και προσωπικές διαστάσεις του θεματός του. Απουσιάζει μια προσωπική σχέση του σκηνοθέτη με το υλικό του, ανάλογη με αυτή των παρεμφερών ταινιών του Scorsese, που να καταστήσει τον θεατή κοινωνό της πορείας των ηρώων και όχι απλό παρατηρητή. Στη γενικευμένη ψυχρότητα συμβάλλει και η γραφή του σκηνοθέτη που κυριαρχείται από πλάνα διαρκείας μερικών δευτερολέπτων που διαρκώς αποκλείουν την σύγκλιση κινηματογραφικού και πραγματικού χρόνου, εντείνοντας έτσι τη γενικευμένη αίσθηση περί βεβιασμένης εξιστόρησης παρά ενδελεχούς ανάπτυξης. Ως εκ τούτου ενδιαφέροντα στοιχεία που υπήρχαν εν δυνάμει στο υλικό όπως οι σχέσεις αλληλοεξάρτησης παρανομίας και καταστολής εκφέρονται τηλεγραφικά, με αποτέλεσμα η ταινία να απέχει αρκετά από τις καλύτερες ταινίες του είδους που πρεσβεύει.

25/1/08

Sleuth

(Sleuth, Σκην Kenneth Branagh, 2007)
Διασκευή του γνωστού θεατρικού έργου από τον Harold Pinter με ριζικές διαφορές από την ταινία του Joseph Mankiewicz που γυρίστηκε το 1972 με πρωταγωνιστές τους Lawrence Olivier και Michael Caine. Ο Michael Caine στην συγκεκριμένη ταινία υποδύεται τον ρόλο που είχε ο Olivier στην πρώτη, δίνοντας ένα επιπλέον ερμηνευτικό ενδιαφέρον στo έργο. Ο Pinter, ο οποίος είναι στην ουσία ο δημιουργός της ταινίας, καθώς ο Branagh έχει υποχωρήσει διακριτικά εστιαζόμενος στη διακονία του κειμένου, κρατάει από το πρωτότυπο κυρίως το βασικό σκελετό της δράσης και τις καταβολές των ηρώων. Οι διάλογοι είναι ριζικά διαφορετικοί και μαζί με τον χαρακτηριστικά πιντερικό κοφτό τρόπο εκφοράς του λόγου προκύπτει μια διαφορετική ανάγνωση των χαρακτήρων αλλά και της βασικής τους αλληλεπίδρασης. Ο φιλοπαίγμων εστέτ αριστοκράτης Lawrence Olivier έχει δώσει τη θέση του σε έναν πικρόχολο αλλά μοναχικό Michael Caine που διατηρεί σε μια πιο δηλητηριώδη μορφή το φλεγματικό χιούμορ του πρώτου (Do you know what adaptation means? ρωτάει τον Jude Law και διά στοματός του ο Pinter τον θεατή). H βασική τους σύγκρουση δεν οφείλεται στην διαφορετική ταξική τους προέλευση όπως στο πρωτότυπο, αλλά έγκειται στην ανάγκη επιβεβαίωσης της αρρενωπότητας τους διαμέσου του εξευτελισμού του άλλου. Σχέσεις εξουσίας και υποταγής που υποθάλπουνε, τουλάχιστον από την πλευρά του ενός, μια κρυμμένη ανάγκη για επικοινωνία που έχει καταντήσει περισσότερο αποδεκτό να εκφράζεται μέσω της σύγκρουσης, παρά μέσω της αλληλοκατανόησης. Ο Pinter έχει αντικαταστήσει το γοητευτικά μπαρόκ διάκοσμο της επαύλης του πρώτου μέρους με ένα ψυχρό, αποστειρωμένο και υπερτεχνολογικό οίκημα, κάτι που τονίζεται σκηνοθετικά και από τον Branagh με μια ταιριαστά συμβολική χρήση του μπλε χρώματος (το κόκκινο εισχωρεί μόνο στην σημαδιακή τελευταία σκηνή). Ο Branagh από την μεριά του δεν αφήνει να εισχωρήσει ουδεμία υποψία θεατρικότητας στην ταινία, μολονότι οι χώροι είναι πολύ πιο κλειστοφοβικοί από το πρωτότυπο.
Όλα αυτά συνθέτουν μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που θα μπορούσε να σταθεί ευπρεπώς, αν και σε κάποια απόσταση, δίπλα στην πρώτη αν δεν διακατεχόταν από τέτοια ερμηνευτική ασυμμετρία. Ο γίγαντας Michael Caine κονιορτοποιεί υποκριτικά τον εξοργιστικά υπερεκτιμημένο Jude Law, ο οποίος στην κρίσιμη και ριζικά διαφορετική από το πρωτότυπο τρίτη πράξη καταφεύγει σε αξιοδάκρυτους καμποτινισμούς που τινάζουν στον αέρα ενα μέρος της δύναμης της ταινίας. Σκοπίμως δεν ανέφερα τις διαφορές του χαρακτήρα του Jude Law από το πρωτότυπο γιατί, εκτός από μια μονοδιάστατη αυταρέσκεια, δεν μπόρεσε να προσδώσει μια κάποια χαρακτηρολογική συνέπεια στο χαρακτήρα του (σε αντίθεση, ξανά, με τον Michael Caine που συναγωνιζόταν επάξια τον Olivier). Πολύ κρίμα γιατί όταν σε ένα κουαρτέτο το δεύτερο βιολί είναι φάλτσο, το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο.


23/1/08

The Brave One

(The Brave One, Σκην Neil Jordan, 2007)
Σχεδόν οι περισσότερες ταινίες δράσης, Χολυγουντιανές και μη, περικλείουν μια περίπτωση αυτοδικίας. Συνήθως ο ήρωας, ο εκπρόσωπος της καλού και του ηθικού στον κόσμο της ταινίας και στα μάτια των περισσοτέρων θεατών, καλείται να αντιμετωπίσει από μόνος του τον κακό και να τον εξουδετερώσει ακολουθώντας σπανίως την δικαστική ή τη θεσμική οδό. Η ηθική μιας τέτοιας πρακτικής ελάχιστες φορές αποτελεί τμήμα της προβληματικής της ταινίας, αλλά ούτε και προβληματίζει ιδιαίτερα τους θεατές που ελάχιστη ενόχληση τους προξενεί η αυτόματη θανατική καταδίκη των κακοποιών από τον Harry Callachan, τον Bruce Willis, τον Sly και άλλους άτρωτους, αυτόκλητους θεματοφύλακες της τάξης και του νόμου (;). Όταν όμως μια ταινία προσπαθεί να προβληματιστεί σοβαρά πάνω στο θέμα της αυτοδικίας και να καταγράψει την ψυχοσύνθεση του vigilante-τιμωρού, όπως αυτή η ταινία του Jordan, αντιμετωπίζεται με λοιδορία και περιφρόνηση από τους κριτικούς που αίφνης ξύπνησαν από το δικαιακό ληθαργό τους και έγιναν ευαίσθητοι πάνω σε θέματα απονομής δικαιοσύνης, κινηματογραφικής κα μη.

Η ιστορία της ταινίας είναι αρχετυπικά απλή. Η ηρωίδα δέχεται μια αδικαιολόγητη επίθεση από κάτι σαδιστικά αποβράσματα (η ταινία φροντίζει να καταστήσει σαφές το μονοσήμαντο ηθικό ποιόν τους) από την οποία επιζεί με βαρύτητα τραύματα, ενώ ο αρραβωνιαστικός της σκοτώνεται. Συνέρχεται και, παραλυμένη από τον φόβο και την απελπισία, αποφασίζει να οπλιστεί με τη βία για να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον, καταστάσεις που εμμέσως προκαλεί καθώς αρνείται να ανεχθεί πλέον την σιωπηλή παραχώρηση τμημάτων των δημοσίων χώρων κατά τη διάρκεια της νύχτας σε οιονεί εγκληματικά στοιχεία. Κυκλοφορεί λοιπόν μόνη της ελεύθερα όπου λάχει, αντιδρώντας ενστικτωδώς σε όποιον την προκαλέσει και την απειλήσει. Πρόκειται για αυτοάμυνα ή αυτοδικία; Σίγουρα η ηρωίδα δεν στοχεύει στην εξόντωση των κακοποιών στοιχείων, όπως ο Charles Bronson στο αρχιφασιστικό Death Wish, καθώς διαθέτει την αντιληπτική ικανότητα να αναλογισθεί ότι το έγκλημα είναι σύμπτωμα και όσο οι γενεσιουργές αιτίες παραμένουν αμετάβλητες, το μόνο που θα αλλάξει είναι ο τρόπος άσκησής του. Δεν δρα λοιπόν αλλά αντιδρά από ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Ο Jordan αποτυπώνει έξοχα την εύθραστη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας, η οποία αναγνωρίζει το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει αντιμετωπίζοντας το μόνιμο πλέον φόβο που νιώθει αντιδρώντας βίαια σε οποιαδήποτε μελλοντική απειλή (ο παραλληλισμός που επιχειρεί ο Jordan με την ψυχοσύνθεση του αμερικάνικου έθνους είναι σαφής -υπάρχει και μια ενδεικτική σκηνή που προαπαντά στις αναμενόμενες κριτικές). Δεν δοξάζει, ούτε δικαιώνει τις πράξεις της ηρωίδας, αλλά αποτυπώνει την αναπόδραστη πραγματική τους διάσταση. Δεν την ηρωοποιεί, αφοπλίζοντας έτσι όσους προσπαθήσουν να τον κατηγορήσουν για φασισμό (που ως γνωστόν προϋποθέτει την αυθεντία και τη μοναδικότητα του ηγέτη- Führer), αλλά προσπαθεί να την κατανοήσει, διατηρώντας μια υγιή απόσταση μεταξύ των πράξεων της ηρωίδας και της ιδεολογίας της ταινίας. Παράλληλα αναπτύσσει διαλεκτικά τη σχέση της με έναν εξίσου μοναχικό εκπρόσωπου του νόμου, ο οποίος θα βρεθεί διχασμένος μεταξύ καθήκοντος, πραγματισμού και συναισθημάτων. Εξαιρετικές ερμηνείες, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και μια καίρια προβληματική πάνω σε ένα πραγματικό ζήτημα συνθέτουν ίσως την πιο ολοκληρωμένη ταινία που γύρισε ο Jordan επί αμερικάνικου εδάφους.

17/1/08

Beatty vs Redford

Έφτασε η ώρα της πρώτης αναμέτρησης του 08. Επιλέχθηκαν δύο σχεδόν συνομήλικες προσωπικότητες του Hollywood που έχουν παράλληλες διαδρομές μπροστά και πίσω από την κάμερα, αλλά και με συναφείς ιδεολογικές αναζητήσεις. Και οι δύο καθόλη την καριέρα τους έχουν υπηρετήσει με συνέπεια τα πολιτικά και αισθητικά τους ιδεώδη, αποτελώντας έτσι χαρακτηριστικά παραδείγματα συνειδητοποιημένων και ανήσυχων star που εργάστηκαν στο Hollywood με τους δικούς τους όρους.
Κανόνες ψηφοφορίας:
1) Μπορείτε να ψηφίσετε μέχρι 7 αγαπημένες ταινίες από όλη την φιλμογραφία και των δύο μαζί, είτε ως ηθοποιών είτε ως σκηνοθετών. Παράλληλα έχετε την δυνατότητα να ψηφίσετε μέχρι τρεις ταινίες που πιστεύετε ότι αμαυρώνουν την φιλμογραφία τους (αρνητική ψήφος). Κάθε ταινία μετράει ως μία, θετική ή αρνητική, ψήφος.
2) Ξεχωριστή κάλπη για αυτόν που προτιμάτε ως ηθοποιό.
3) Ξεχωριστή κάλπη για εκείνον που προτιμάτε ως σκηνοθέτη.

Η κάλπη θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι να σταματήσει η διεύλευση των ψήφων. Θα χαρώ πολύ πέρα από τις ψήφους σας να διαβάσω και τις απόψεις σας και για τους δύο.

15/1/08

The Banishment

(Izgnanie, Σκην Andrei Zvyagintsev,2007)
Η ταινία του Zvyagintsev έχει ως θέμα της τις τραγικές συνέπειες της αποξένωσης σε μια οικογένεια. Ο σύζυγος είναι διαρκώς βλοσυρός και ανέκφραστα σκυθρωπός σαν να βρίσκεται σε μια κατάσταση εσωτερικής σύγκρουσης με το είναι του. Ομιλεί ελάχιστα, δεν χαμογελάει ποτέ, ουδέποτε ανοίγεται συναισθηματικά, σπανίως επικοινωνεί εγκάρδια με τους συνανθρώπους τους και κυρίως με τη γυναίκα του. Η ανθρώπινη επαφή έχει χάσει γι' αυτόν το βιωματικό της χαρακτήρα και έχει εκπέσει σε μια εκδήλωση ρουτίνας. Αποτελεί έναν αρχετυπικά αλλοτριωμένο άνθρωπο που διαισθητικά αισθανόμενος το αδιέξοδό στο οποίο έχει περιέλθει αποπειράται για αδιευκρίνιστους ή ανομολόγητους λόγους μια επιστροφή στις οικογενειακές του ρίζες, επισκεπτόμενος μετά συζύγου και τέκνων το προ πολλού εγκαταλειμμένο πατρικό του σπίτι στην εξοχή. Η αντίστιξη της ψυχρής βιομηχανικής πόλης με την πολυχρωμία της εξοχής, της οποίας η εικονογραφία παραπέμπτει στον Κήπο της Εδέμ, υποδηλώνει μια γενικευμένη αποκοπή του ανθρώπου από τη Φύση, αλλά και συνεκδοχικά από τη δική του φύση.
Η αλλαγή περιβάλλοντος ελάχιστη επίδραση έχει στην συμπεριφορά του ήρωα απέναντι στην προ καιρού παραμελημένη (έξοχη η σκηνή στο τρένο όπου η σχέση του ζεύγους συμπυκνώνεται στην αδυναμία διασταύρωσης βλεμμάτων) συζυγό του, η οποία μην μπορώντας να υποφέρει πια αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα συναισθηματικής απονέκρωσης θα φέρει τον ήρωα προ των ευθυνών του και των επιλογών του. Κατά πόσο όμως είναι άραγε αυτός στη θέση να πάρει μια απόφαση βασισμένη σε κάποια αξιακά κριτήρια πέρα από τον ατομοκεντρισμό που πρεσβεύει ο μηδενιστής αδερφός του, ο οποίος θα είναι και ο καταλύτης για τον αφανισμό που αναφέρεται στον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας.
O Zvyagintsev είναι ένας σπουδαίος μάστορας της κινηματογραφικής εικόνας. Είναι σε θέση να αφηγείται την ιστορία του μέσα από τη ροή εικόνων και των μεταξύ τους σχέσεων, δίχως να καταφεύγει στις ευκολίες και προφάνειες των διαλόγων (οι οποίοι, όπου υπάρχουν, είναι λακωνικοί και ουσιώδεις). Δεν θυσιάζει την πολυσημία των εικόνων του και τη θαυμαστή χρήση της ηχητικής μπάντας για τη πρόκληση προκατασκευασμένων συναισθημάτων. Η δομή του έργου είναι κλειστή και αριστοτελική, αλλά συνάμα ανοιχτή σε ερμηνείες ώστε ο θεατής να γίνει κοινωνός της δράσης και όχι παθητικός καταναλωτής της. Πλάνα σπάνιας πλαστικότητας, εξαιρετικές ερμηνείες σε δύσκολους ρόλους, ένα ευφυέστατο μετωνυμικό flashback, υπόκωφη ένταση και γνήσια τραγικότητα συνθέτουν ένα αληθινό έργο τέχνης. Με την δεύτερή του μόλις ταινία (μετά το επίσης εξαιρετικό "The Return" ) ο Zvyagintsev αναδεικνύεται σε έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής μας.



8/1/08

Daniel Day Lewis, Paul Thomas Anderson



Ωριαία συνέντευξη για την τελευταία τους ταινία ώστε να προετοιμαστούμε καλύτερα. Δεν πρόκειται περί συνήθους publicity stunt.

2/1/08

My Blueberry Nights

(My Blueberry Nights, Σκην Wong Kar-Wai, 2007)
O απαράμιλλος στυλίστας Wong Kar-Wai μεταφέρεται στην Αμερική για να αφηγηθεί με το μοναδικό του τρόπο μια ακόμη ιστορία παραλλήλων συναισθηματικών διαδρομών και ανεκπλήρωτων ονείρων. Για άλλη μια φορά κυριαρχούν τα εσωτερικά πλάνα σε άψογα κινηματογραφικά προσδιορισμένους χώρους, οι φευγάτες ματιές ανάμεσα στους χαρακτήρες (υπόδειγμα κινηματογραφικής εκφραστικής το ειδύλλιο μεταξύ Jude Law και Νοrah Jones), οι πειραματισμοί στο μοντάζ, οι ελλείψεις στην αφήγηση, η μοναδική επισήμανση αντικειμένων και η ένταξή τους στον πυρήνα της ιστορίας (εξαιρετική η ιδέα της γυάλας με τα κλειδιά που διατηρούν ζωντανό το ενδεχόμενο επανασύνδεσης, ο λογαριασμός του λαβωμένου ήρωα που αποτυπώνει τη διαδρομή του μέσα στο χρόνο, η ομώνυμη πίτα που πρέπει να υπάρχει ως παρουσία ακόμη και αν δεν την επιλέγει κανείς κοκ) κλπ. Πρόκειται για έναν μουσικό της εικόνας που καταφέρνει να μεγαλουργεί σε όλες τις κλίμακες. Εδώ έχουμε μια πιο χαμηλόφωνη ιστορία, δίχως τη δραματικότητα και τις εντάσεις των προηγουμένων δημιουργιών του, που όμως δεν παύει να αποτελεί ένα κομψοτέχνημα, μια ακαταμάχητα γοητευτική μινιατούρα. Η αναπόφευκτη διαδρομή συναισθηματικής επούλωσης της ηρωίδας διαπλέκεται έξοχα με δύο άλλες πιο αδιέξοδες και αναπόδραστα μοναχικές περιπτώσεις ούτως ώστε να αναδυθεί εκ διαθλάσεως η ελπίδα. Μια γνήσια τρυφερή και αισθαντική δημιουργία.

(Μια πολύ πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση της ταινίας από έναν αγαπητό συνοδοιπόρο και μεγάλο λάτρη του σκηνοθέτη μπορείτε να βρείτε εδώ )


1/1/08

One Less to Go

Aντίο 07 και καλά ξεκουμπίδια. Δεν αμφιβάλλω ότι θα έχεις έναν αντάξιο διάδοχο.

Profile